Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πεθυμιά η [peθimná] Ο24 : (λαϊκότρ.) επιθυμία.
[μσν. πεθυμιά < επιθυμιά με αποβ. του αρχικού άτ. φων. ( [i > e] κατά το πεθυμώ) < αρχ. ἐπιθυμία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]



