Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πεθερικά τα [peθeriká] Ο38 : (προφ.) οι γονείς του ενός από τους δύο συζύγους από την άποψη της σχέσης τους με τον άλλον· ο πεθερός και η πεθερά.
[πεθερ(ός) -ικά, ουδ. πληθ. του -ικός (διαφ. το ελνστ. πενθερικός `του πεθερού΄)]