Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πεζούλα η [pezúla] Ο25α : α. τοίχος (συνήθ. από ξερολιθιά) που χτίζεται για να συγκρατήσει το χώμα σε καλλιεργούμενες πλαγιές. β. πεζούλι.
[πεζούλ(ι) μεγεθ. -α]