Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πεζοπόρος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πεζοπόρος ο [pezopóros] Ο18 : αυτός που διανύει μεγάλη απόσταση πεζός, που κάνει πορεία ή πορείες με τα πόδια, πεζός: Δεινός ~. Kατάκοποι πεζοπόροι. Tο τραγούδι του πεζοπόρου. || (ειδικότ.) για όσους συμμετέχουν σε πορεία διαμαρτυρίας: Οι πεζοπόροι της ειρήνης.

[λόγ. ουσιαστικοπ. αρσ. του επιθ. πεζοπόρος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πεζοπόρος -α -ο [pezopóros] Ε4 : που μετακινείται πεζός: Tα πεζοπόρα τμήματα μιας φάλαγγας / μιας στρατιωτικής παρέλασης. || (ως ουσ.) ο πεζοπόρος*.

[λόγ. < ελνστ. πεζοπόρος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go