Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πεζικάριος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πεζικάριος ο [pezikários] Ο20 : στρατιώτης ή αξιωματικός του πεζικού.

[πεζικ(ό) -άριος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go