Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πείσμων -ων -ον [pízmon] Ε (βλ. -ων -ων -ον) : (λόγ.) α. για άνθρωπο πεισματάρη, επίμονο, ισχυρογνώμονα κτλ.: ~ άνθρωπος, συνεχίζει παρά τις αποτυχίες. || (ως ουσ.). β. που χαρακτηρίζεται από πείσμα, επιμονή, ισχυρογνωμοσύνη κτλ.: Οι πείσμονες προσπάθειές του απέδωσαν καρπούς.
[λόγ. πείσ(μα) -μων κατά το σχ.: νόημα - νοήμων]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πεισμώνω [pizmóno] Ρ1α μππ. πεισμωμένος : 1. υιοθετώ μια στάση υπερβολικής ή και παράλογης επιμονής, αντιδρώ με τρόπο πεισματικό: Άκου τη συμβουλή μου και μην πεισμώνεις άδικα. Έχει πεισμώσει και δεν παίρνει από λόγια. 2. κάνω κπ. να πεισμώσει, να αντιδράσει με τρόπο πεισματικό, να υιοθετήσει μια στάση υπερβολικής ή και παράλογης επιμονής: Mίλησέ του με καλό τρόπο, γιατί αν τον πεισμώσεις, δε θα υποχωρήσει με τίποτα.
[πείσμ(α) -ώνω]



