Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παϊζίον
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
παϊζίον το· παγισίον.
  • Χώρα, τόπος:
    • τους αζάπηδες και ετέρους κουρσάρους …, ουδέ να τους φιλοξενάς εις το παγισίον σου (Μαχ. 65431).

[<παλαιότ. γαλλ. - προβ. pais + κατάλ. ‑ίον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go