Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παχύμετρο το [paxímetro] & παχόμετρο το [paxómetro] Ο42 : ειδικό όργανο, που μετράει με ακρίβεια το πάχος διάφορων αντικειμένων.
[λόγ. < αγγλ. pachymeter < pachy- = παχυ- + -meter = -μετρον· εισαγωγή του συνδετικού φων. -ο- για προσαρμ. προς τα άλλα σύνθ.]