Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παχυλός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παχυλός -ή -ό [paxilós] Ε1 : (λόγ.) 1. (κυρ. για χρηματικά μεγέθη) που είναι περισσότερος ή μεγαλύτερος από το κανονικό, από όσο πρέπει: ~ μισθός. Παχυλή αμοιβή. Παχυλό εισόδημα. 2. (αρνητ.) που υπάρχει σε πο λύ μεγάλο, σε πολύ υψηλό βαθμό: Παχυλή άγνοια / αμάθεια. παχυλά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. παχυλός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go