Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πατόκορφα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πατόκορφα [patókorfa] επίρρ. : (οικ.) από πάνω έως κάτω, σε ολόκληρο το σώμα (για να τονίσουμε την ένταση με την οποία συμβαίνει αυτό που δηλώνει το ρήμα): Bράχηκε / λερώθηκε / βρομάει ~· ΣYN έκφρ. από την κορφή ως τα νύχια. ΦΡ τον έβρισε ~, πάρα πολύ. τον έλουσε / τον έχεσε ~, τον έβρισε πολύ άσχημα.

[πάτ(ος) -ο- + κορφ(ή) επίρρ. ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες