Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πατατοσαλάτα η [patatosaláta] Ο25 : σαλάτα με βασικό συστατικό βρασμένες πατάτες κομμένες σε μικρά κομμάτια ή πολτοποιημένες.
[πατάτ(α) -ο- + -σαλάτα]



