Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πασχαλιάτικος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πασχαλιάτικος -η -ο [pasxalátikos] Ε5 : που γίνεται, συμβαίνει το Πάσχα ή που ταιριάζει στην ημέρα ή στην περίοδο του Πάσχα· πασχαλινός: Tο πασχαλιάτικο τραπέζι, το φαγητό της ημέρας του Πάσχα. πασχαλιάτικα ΕΠIΡΡ για κτ. που συμβαίνει άκαιρα την περίοδο του Πάσχα: Aρρώστησε / δουλεύει ~.

[πασχαλ(ιά) -ιάτικος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go