Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παστοκύδωνο το [pastokíδono] Ο41 : είδος γλυκίσματος από πολτό κυδωνιών που έχει βράσει με ζάχαρη, ώσπου να γίνει ένα συμπαγές σώμα· κυδωνόπαστο.
[παστ(ός) -ο- + κυδών(ι) -ο]



