Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πασατέμπος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πασατέμπος ο [pasatémbos] Ο18 & πασατέμπο το [pasatémbo] Ο39 (χωρίς πληθ.) : ο ψημένος κολοκυθόσπορος: Aρμυρός ~. Πουλάει πασατέμπο κι άλλους ξηρούς καρπούς. ΦΡ έχω κτ. για πασατέμπο, για απασχόληση, συνήθ. ευχάριστη.

[ιταλ. (νότ. διάλ.) passatempo (αρχική σημ.: `διασκέδαση για να περνά η ώρα΄ < γαλλ. passetemps) και τροπή σε αρσ. με βάση την αιτ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go