Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πασίγνωστος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πασίγνωστος -η -ο [pasíγnostos] Ε5 : που είναι γνωστός σε όλους, που τον ξέρουν όλοι: Είναι κάποιος ~ στην πόλη / στη χώρα του για τον πλούτο / την τσιγκουνιά του. Ένας ~ καλλιτέχνης / γιατρός / δικηγόρος. Tην πλειοψηφία των τουριστών τη συγκεντρώνουν τα ολιγάριθμα πασίγνωστα μνημεία.

[λόγ. < ελνστ. πασίγνωστος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες