Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παρότρυνση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παρότρυνση η [parótrinsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του παροτρύνω· η παρακίνηση, η προτροπή ή η ενθάρυνση: Mε την παρότρυνσή του ακολούθησα αυτόν τον κλάδο.

[λόγ. < μσν. παρότρυνσις < παροτρύ ν(ω) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go