Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρόραμα το [parórama] Ο49 : λάθος από απροσεξία ή αβλεψία σε κείμενο τυπωμένο ή δακτυλογραφημένο. || (πληθ.) πίνακας που μπορεί να υπάρχει στο τέλος ενός βιβλίου και περιλαμβάνει τυπογραφικά σφάλμα τα.
[λόγ. < ελνστ. παρόραμα `παραδρομή΄ σημδ. νλατ. erratum]



