Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παρτενέρ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παρτενέρ ο [partenér] θηλ. παρτενέρ [partenér] Ο (άκλ.) : το καθένα από τα δύο πρόσωπα, κυρίως ένας άντρας και μια γυναίκα, που κάνουν κτ. μαζί, όντας ο ένας απαραίτητος για τον άλλο: Ο ~ κάποιας / η ~ κάποιου σε χορό· (πρβ. καβαλιέρος, ντάμα). Xορεύει με την ~ του. ~ σε θεατρική παράσταση / κινηματογραφική ταινία· (πρβ. συμπρωταγωνιστής). Οι δύο ~ σε παιχνίδι / σε ερωτική πράξη.

[λόγ. < γαλλ. partenaire· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go