Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παρτίδα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παρτίδα η [partíδa] Ο26 : 1α. τμήμα ενός συνόλου πραγμάτων, ιδίως εμπο ρευμάτων ή και προσώπων: Σου στέλνω μια ~ με εκατό κομμάτια. Tα ψυγεία της τελευταίας παρτίδας είναι ελαττωματικά. Mια ~ εκδρομέων / κατασκηνωτών. β. (μτφ., πληθ.) σχέσεις με κπ.: Δε θέλω παρτίδες μ΄ έναν ψεύτη. Kομμένες οι παρτίδες μαζί σου! Εσύ, που έχεις παρτίδες με τον υπουργό, τι λες; 2α. ολοκληρωμένη διαδικασία σε παιχνίδι, ιδίως ανταγω νιστικού χαρακτήρα: Παίζω μια ~ σκάκι / τάβλι / πινάκλ. Kερδί ζω / χάνω / εγκαταλείπω την ~. β. (σπάν.) σύνολο από παρτίδες ή γενικά παιχνίδι που καταλήγει στην ανάδειξη νικητή.

[βεν. *partida (πρβ. ιταλ. partita)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go