Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παροχέτευση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παροχέτευση η [paroxétefsi] Ο33 : σκόπιμη αλλαγή της πορείας, ιδίως της ροής ενός υγρού, στροφή της προς επιθυμητή κατεύθυνση: ~ (των υδάτων) ενός χειμάρρου / της κυκλοφορίας. Έργα για την ~ του ποταμού στα αρδευτικά κανάλια. ~ του φωταερίου / ηλεκτρικού ρεύματος. || (ιατρ.): ~ αίματος / υγρών, με στόχο τη μεταφορά τους σε άλλο όργανο ή έξω από το σώμα. || (επέκτ.) ο σχετικός αγωγός, ιδίως σωλήνας· παρο χή.

[λόγ. < αρχ. παροχέτευ(σις) -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go