Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παροτρύνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παροτρύνω [parotríno] -ομαι Ρ8.1 : με τα κατάλληλα λόγια, με πειστικά επιχειρήματα ενισχύω τη διάθεση ή την τάση κάποιου να κάνει, να τολμήσει κτ., τον προτρέπω, τον παρακινώ, τον ενθαρρύνω: Tον παρότρυνε να ακολουθήσει τη θεατρική καριέρα. Mε παροτρύνει να ασχοληθώ συστηματικά με τη μουσική.

[λόγ. < αρχ. παροτρύνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go