Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρισινός -ή -ό [parisinós] Ε1 : που ανήκει, που αναφέρεται στο Παρίσι ή στους κατοίκους του, που προέρχεται από το Παρίσι· παριζιάνικος: Παρισινή μόδα. Παρισινά προάστια.
[λόγ. Παρίσ(ιοι > Παρίσι) -ινός < νλατ. Ρarisii (όν. της πόλης) < λατ. Ρarisii (όν. κελτικής φυλής με πρωτεύουσα την Lutetia που μετονομάστηκε κατά το όν. της φυλής)]



