Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παρενοχλώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παρενοχλώ [parenoxló] -ούμαι Ρ10.9 : α. (λόγ.) ενοχλώ, απασχολώ κπ. την ώρα που ασχολείται με κτ. ή ησυχάζει. || ~ κπ. σεξουαλικά, του απευθύνω λόγια, χειρονομίες κτλ. σεξουαλικού περιεχομένου τα οποία όχι μόνο δε γίνονται αποδεκτά αλλά και ενοχλούν. β. (στρατ.) πιέζω, απασχολώ τον αντίπαλο με μικρές, ξαφνικές επιθετικές ενέργειες.

[λόγ.: α: αρχ. παρενοχλῶ· β: σημδ. γαλλ. harceler]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go