Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παρεμποδίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παρεμποδίζω [paremboδízo] -ομαι Ρ2.1 : με την παρουσία μου, με την παρέμβασή μου γίνομαι εμπόδιο, εμποδίζω κτ.: Οι απεργοί προσπάθησαν να παρεμποδίσουν την είσοδο των απεργοσπαστών στο εργοστάσιο. Έχει ποινικές ευθύνες όποιος παρεμποδίζει το έργο της αστυνομίας.

[λόγ. < ελνστ. παρεμποδίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go