Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρεμβατικός -ή -ό [paremvatikós] Ε1 : που αναφέρεται σε παρέμβαση, που την ασκεί: H κυβέρνηση εφαρμόζει παρεμβατική πολιτική. Mηχανισμοί παρεμβατικού χαρακτήρα.
παρεμβατικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. παρέμ βα(σις) -τικός μτφρδ. γαλλ. interventionniste]



