Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρελαύνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παρελαύνω [parelávno] Ρ πρτ. παρήλαυνα, αόρ. παρήλασα και παρέλα σα, απαρέμφ. παρελάσει : κάνω παρέλαση, συμμετέχω σε παρέλαση: Οι στρατιώτες / οι μαθητές / τα άρματα μάχης παρελαύνουν. || (επέκτ., για πλήθος ανθρώπων) περνώ σε σειρά, διαδοχικά από κάπου: Δεκάδες υποψήφιοι παρέλασαν από το γραφείο του, ώσπου να αποφασίσει ποιον θα προσλάβει. Δώδεκα πανέμορφα κορίτσια θα παρελάσουν στην πασαρέλα.

[λόγ. < αρχ. παρελαύνω `περνώ με άλογο΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες