Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρεισφρέω [parisfréo] Ρ πρτ. παρεισέφρεα, αόρ. παρεισέφρησα, απαρέμφ. παρεισφρήσει : (λόγ.) εισδύω κάπου από αβλεψία, από αμέλεια, διαφεύγοντας την προσοχή κάποιου (κυρ. για λάθη τυπογραφικά, λογιστικά): Στο κείμενο έχουν παρεισφρήσει πολλά τυπογραφικά λάθη.
[λόγ. < ελνστ. παρεισφρέω]