Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παραχαράκτης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραχαράκτης ο [paraxaráktis] Ο10 θηλ. παραχαράκτρια [paraxaráktria] Ο27 : 1. αυτός που κατασκευάζει πλαστά χαρτονομίσματα ή κίβδηλα νομίσματα: H αστυνομία βρίσκεται στα ίχνη σπείρας παραχαρακτών. 2. (μτφ.) αυτός που παραποιεί, διαστρεβλώνει, αλλοιώνει σκόπιμα κτ.: ~ της ιστορίας / της αλήθειας / της λαϊκής εντολής.

[λόγ. < ελνστ. παραχαράκτης· λόγ. παραχαράκ(της) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες