Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παραχαράζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραχαράζω [paraxarázo] -ομαι Ρ2.2 : 1. κατασκευάζω πλαστά χαρτονομίσματα ή κίβδηλα νομίσματα. 2. (μτφ.) ενεργώ συνειδητά με σκοπό να παραποιήσω, να διαστρέψω, να αλλοιώσω κτ.: ~ την αλήθεια / την ιστορία.

[λόγ. < αρχ. παραχαράσσω κατά το χαράσσω > χαράζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go