Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παραφωνώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραφωνώ [parafonó] Ρ10.9α : κάνω, δημιουργώ παραφωνία, φαλτσάρω.

[λόγ. παραφων(ία) -ώ (αναδρ. σχημ.) (διαφ. το ελνστ. παραφωνῶ `διακόπτω για να μιλήσω΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go