Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παραφυλάω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραφυλάω [parafiláo] Ρ10.6α & παραφυλάγω [parafiláγo] Ρ3α : παρακολουθώ κρυφά και συστηματικά κπ. περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή, ευκαιρία για να δράσω, να του επιτεθώ· παραμονεύω: Tον παραφύλαξαν ένα βράδυ και του επιτέθηκαν. || Πέρασε τρεις νύχτες άγρυπνος παραφυλάγοντας.

[αρχ. παραφυλάσσω `φυλάω, παρατηρώ προσεχτικά΄, κατά το φυλάσσω > φυλάγω και αποβ. του μεσοφ. [γ] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go