Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραφίνη η [parafíni] Ο30 : (χημ.) μείγμα στερεών υδρογονανθράκων, που χρησιμοποιείται στην κατασκευή κεριών, στην ηλεκτροτεχνία ως μονωτικό, στην κατεργασία διάφορων υλών κ.ά: Yγρή ~, το παραφινέλαιο.
[λόγ. < γερμ. Ρaraffin ή μέσω του γαλλ. paraffine (-in, -ine = -ίνη)]