Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρατηρητικός -ή -ό [paratiritikós] Ε1 : που έχει την ικανότητα να προσέχει, να διακρίνει, να εντοπίζει κτ.: ~ θεατής / αναγνώστης.
παρατηρητικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. παρατηρητικός]



