Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παρατηρητήριο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παρατηρητήριο το [paratiritírio] Ο40 : ειδική, κατάλληλη θέση (φυσική ή κατασκευασμένη) για συστηματική παρακολούθηση: Aπό ένα καμουφλαρισμένο ~ παρακολουθούσαν τη συμπεριφορά των πουλιών. ~ καιρού. || (στρατ.) θέση για την παρακολούθηση των θέσεων και των κινήσεων του αντιπάλου.

[λόγ. παρατηρη- (παρατηρώ) -τήριον μτφρδ. γαλλ. observatoir]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go