Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρατεταμένος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παρατεταμένος -η -ο [paratetaménos] Ε3 : που διαρκεί πέρα από τον κανονικό, τον αναμενόμενο χρόνο: Παρατεταμένη ανομβρία / (οικονομική) κρίση / αγωνία. Παρατεταμένο χειροκρότημα.

[λόγ. < αρχ. παρατεταμένος μππ. του παρατείνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες