Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παραταξιακός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραταξιακός -ή -ό [parataksiakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην παράταξη2, που γίνεται με τη λογική της: Ο λόγος του ήταν στενά ~, ενώ όφειλε να είναι εθνικός. Δεν πρέπει να κρίνεις με παραταξιακά κριτήρια. Παραταξιακή πολιτική / σύγκρουση / λογική. παραταξιακά ΕΠIΡΡ: Ενεργεί / συμπεριφέρεται / μιλάει ~.

[λόγ. παράταξι(ς)2 -ακός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες