Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρασκήνιο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παρασκήνιο το [paraskínio] Ο40 : 1. (πληθ.) ο χώρος στα πλάγια και πίσω από τη σκηνή του θεάτρου, που είναι αθέατος από την πλευρά των θεατών: Εξαφανίστηκε στα παρασκήνια μέσα σε αποδοκιμασίες και γιουχαΐσματα. 2. (μτφ.) ενέργειες, διαδικασίες (συνήθ. συνεννοήσεις, διαπραγματεύσεις) που γίνονται κρυφά, μακριά από τη δημοσιότητα (και που συχνά προετοιμάζουν ή καθορίζουν κάποιο επίσημο, δημόσιο γεγονός): Πριν να ανακοινωθεί η τελική συμφωνία, προηγήθηκε έντονο πολιτικό ~.

[λόγ. < ελνστ. παρασκήνιον `πλευρική είσοδος της σκηνής 1΄ σημδ. γαλλ. coulisses (πληθ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες