Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρασιτικός -ή -ό [parasitikós] Ε1 : 1. που αναφέρεται, που οφείλεται σε παράσιτοI1 ή που έχει χαρακτήρα παράσιτου: Παρασιτικές ασθένειες. Παρασιτικοί οργανισμοί. 2. (μτφ.) που αναφέρεται σε άτομο που ζει σε βάρος των άλλων: Παρασιτικά επαγγέλματα.
παρασιτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < γαλλ. parasitique (στη νέα σημ.) < λατ. parasiticus < ελνστ. παρασιτικός `που χαρακτηρίζει τον παράσιτο΄]



