Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παραπονεμένος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραπονεμένος -η -ο [paraponeménos] Ε3 μππ. του παραπονιέμαι : 1. που έχει παράπονα, δυσαρεστημένος: H υπόθεση τακτοποιήθηκε έτσι ώστε κανείς δεν έμεινε ~. 2. θλιμμένος, γεμάτος παράπονο, πίκρα: Παρα πονεμένο βλέμμα / ύφος. Παραπονεμένα μάτια / λόγια. παραπονεμένα ΕΠIΡΡ: Mε κοίταξε ~.

[μσν. παραπονεμένος μππ. του παραπονούμαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go