Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παραπλήσιος -α -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραπλήσιος -α -ο [paraplísios] Ε6 : που βρίσκεται κοντά, σε (πολύ) μικρή απόσταση σε σχέση με κτ. άλλο και κυρίως που έχει μικρή διαφορά ή αρκετή ομοιότητα προς κτ. άλλο, παρόμοιος, παρεμφερής: Οι απόψεις τους είναι παραπλήσιες. Tα χρώματα δεν είναι ακριβώς ίδια, είναι όμως παραπλήσια. παραπλήσια ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. παραπλήσιος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go