Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παραπλάνηση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραπλάνηση η [paraplánisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του παραπλανώ: Επιχειρείται ~ της κοινής γνώμης. Δίνοντας ψεύτικα στοιχεία πέτυχαν την ~ των διωκτικών αρχών.

[λόγ. παραπλανη- (παραπλανώ) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go