Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παραπείθω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραπείθω [parapíθo] -ομαι Ρ αόρ. παρέπεισα, απαρέμφ. παραπείσει, παθ. αόρ. παραπείστηκα, απαρέμφ. παραπειστεί : (λόγ.) ξεγελώ, εξαπα τώ κπ., τον παρασύρω με παραπλανητικά λόγια ή επιχειρήματα.

[λόγ. < αρχ. παραπείθω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go