Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παραπάτημα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραπάτημα το [parapátima] Ο49 : 1. το πάτημα του ποδιού με εσφαλμέ νο τρόπο και η απώλεια της ισορροπίας, το στραβοπάτημα: Στραμπούληξα το πόδι μου από ~. 2. ασταθές βάδισμα, αδυναμία διατήρησης της ισορροπίας, του κανονικού βηματισμού: Ήπιε δυο ποτηράκια και άρχισε τα παραπατήματα. 3. (μτφ.) παραβίαση των ηθικών κυρίως νόμων ή αντιλήψεων: Δε συγχώρησε ποτέ το ~ της γυναίκας του.

[παραπατη- (παραπατώ) -μα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go