Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παραξηλώνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραξηλώνω [paraksilóno] Ρ1α : στη ΦΡ το ~, ξεπερνάω τα όρια, φτάνω στην υπερβολή· ΣYN έκφρ. το παρακάνω: Tο παραξήλωσες με την γκρίνια σου! Πάψε πια να μ΄ ενοχλείς, το παραξήλωσες!

[παρα- 2 + ξηλώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go