Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παραξενιά
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραξενιά η [paraksená] Ο24 : 1. ασυνήθιστη, ιδιότροπη ενέργεια, συμπεριφορά: Mας κούρασε με τις παραξενιές της. Είναι γέρος και έχει τις παραξενιές του. 2. ασυνήθιστη, σπάνια συγκυρία, σύμπτωση: Mια ~ της μοίρας / της τύχης τον έκανε πλούσιο. Aπό μια ~ της φύσης γεννήθηκε με έξι δάχτυλα.

[παράξεν(ος) -ιά]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go