Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παρανοϊκός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παρανοϊκός -ή -ό [paranoikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στην παράνοια: Παρανοϊκή ψύχωση / ιδέα. || (επέκτ.) παράλογος, τρελός: Παρανοϊκή κατάσταση / συμπεριφορά. Παρανοϊκή γυναίκα. 2. (ως ουσ.) ο παρανοϊκός: α. αυτός που πάσχει από παράνοια. β. παράλογος, τρελός: Έμπλεξα μ΄ έναν παρανοϊκό. παρανοϊκά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. παράνο(ια) -ικός μτφρδ. γαλλ. paranoiaque (< paranoia = παράνοια)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go