Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παραμορφωτικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραμορφωτικός -ή -ό [paramorfotikós] Ε1 : που προκαλεί παραμόρφωση, αλλοίωση: ~ φακός / καθρέφτης. Παραμορφωτικό κάτοπτρο. Παραμορφωτική αρθρίτιδα. H ιστορία δεν πρέπει να εξετάζεται με τους παραμορφωτικούς φακούς της στενής πολιτικής τοποθέτησης. παραμορφωτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. παραμορφω- (δες παραμορφώνω) -τικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες