Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παραμονεύω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραμονεύω [paramonévo] Ρ5.2α : παρακολουθώ κρυμμένος, αθέατος κπ. ή κτ. περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να δράσω, να επιτεθώ κτλ.· παραφυλάω: Tον παραμόνεψαν και του επιτέθηκαν νύχτα. || Ο θάνατος τους παραμόνευε στη στροφή του δρόμου.

[μσν. παραμονεύω < παραμον(ή) (στη μσν. σημ.: `ενέδρα΄) -εύω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go