Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παραμιλώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραμιλώ 1 [paramiló] & -άω Ρ10.1α : 1. λέω λόγια ασυνάρτητα υπό την επήρεια ειδικών συνθηκών (υψηλός πυρετός, μέθη κτλ.): Είχε πυρετό και παραμιλούσε όλη τη νύχτα. Tρίκλιζε και παραμιλούσε τύφλα στο μεθύσι. 2. μιλώ στον ύπνο μου: Xτες βράδυ παραμιλούσες και μάλωνες με κάποιον. 3. μονολογώ: Περπατούσε παραμιλώντας και βρίζοντας.

[παρα- 1 μιλώ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραμιλώ 2 & -άω : μιλώ υπερβολικά, πέρα από το κανονικό, από το μέτρο: Παραμίλησα και κουράστηκα.

[παρα- 2 + μιλώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες