Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παραμαγούλα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραμαγούλα η [paramaγúla] Ο25 (συνήθ. πληθ.) : (οικ.) η παρωτίτιδα· μαγουλάδες: Tο παιδί έχει / έβγαλε παραμαγούλες.

[παρα- 1 μαγούλα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go